πεμπέτηρις

πεμπέτηρις
ἡ, Α
(αιολ. τ.) βλ. πενταετηρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”